βλοσυρᾷ — βλοσυρός hairy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυράν — βλοσυρά̱ν , βλοσυρός hairy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυράς — βλοσυρά̱ς , βλοσυρός hairy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρός — ή, ό επίρρ. βλοσυρά αυτός που έχει άγριο βλέμμα, αγριωπός, τρομακτικός: Με μάλωσε κοιτώντας με βλοσυρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοκοιτάζω — και κοιτώ κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρημα άγρια + κοιτάζω. ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά] … Dictionary of Greek
βλεμεαίνω — (Α) βλέπω βλοσυρά με συνείδηση της υπεροχής μου («σθένεϊ βλεμεαίνων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με λατ. glomus «κουβάρι». Το ρ. βλεμεαίνω σχηματίστηκε πιθ. από *βλέμος, αβλεμής «αδρανής, άτονος, ασθενής» ή κατά το πρότυπο του… … Dictionary of Greek
ορίγανο — το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή) χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη αρχ. φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» αρτυματική και μυρεψική … Dictionary of Greek
υποδέρκομαι — Α κοιτάζω βλοσυρά, από κάτω προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek