βλοσυρά

βλοσυρά
βλοσυρός
hairy
neut nom/voc/acc pl
βλοσυρά̱ , βλοσυρός
hairy
fem nom/voc/acc dual
βλοσυρά̱ , βλοσυρός
hairy
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
βλοσυρός
hairy
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βλοσυρᾷ — βλοσυρός hairy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυράν — βλοσυρά̱ν , βλοσυρός hairy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυράς — βλοσυρά̱ς , βλοσυρός hairy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλοσυρός — ή, ό επίρρ. βλοσυρά αυτός που έχει άγριο βλέμμα, αγριωπός, τρομακτικός: Με μάλωσε κοιτώντας με βλοσυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριοκοιτάζω — και κοιτώ κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρημα άγρια + κοιτάζω. ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά] …   Dictionary of Greek

  • βλεμεαίνω — (Α) βλέπω βλοσυρά με συνείδηση της υπεροχής μου («σθένεϊ βλεμεαίνων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με λατ. glomus «κουβάρι». Το ρ. βλεμεαίνω σχηματίστηκε πιθ. από *βλέμος, αβλεμής «αδρανής, άτονος, ασθενής» ή κατά το πρότυπο του… …   Dictionary of Greek

  • ορίγανο — το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή) χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη αρχ. φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» αρτυματική και μυρεψική …   Dictionary of Greek

  • υποδέρκομαι — Α κοιτάζω βλοσυρά, από κάτω προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”